21.3.10
13 κρίσιμες επισημάνσεις για την κρίση στο συνδικαλιστικό κίνημα
TΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΚΟΥΖΗ* Στην σημερινή Κυριακάτικη Αυγή
Το χαμηλό ποσοστό συνδικαλιστικής πυκνότητας με βάση τη συμμετοχή στις αρχαιρεσίες, το οποίο κυμαίνεται στο 30%, σε συνδυασμό με το επίσης χαμηλό ποσοστό της μισθωτής εργασίας στη χώρα, περιορίζει το ειδικό βάρος των ελληνικών συνδικάτων
Με αφορμή το διεξαγόμενο 34ο συνέδριο της ΓΣΕΕ είναι χρήσιμες κάποιες επισημάνσεις που αφορούν σε διαχρονικά προβλήματα και παθογένειες των ελληνικών συνδικάτων, πέραν της συζήτησης σχετικά με τον πολλαπλά καταγεγραμμένο βαθμό αξιοπιστίας, το ζήτημα της αυτονομίας, την αναζήτηση μιας γνήσιας συνδικαλιστικής κουλτούρας, ακόμη και τον συμβολισμό της επιλογής του χώρου διεξαγωγής του σε αυτή τη συγκυρία. Άλλωστε, όλα αυτά αποτελούν όψεις του ίδιου νομίσματος. Ειδικότερα:
1) Το συνδικαλιστικό κίνημα στην Ελλάδα διέρχεται την πρώτη φάση ενηλικίωσής του, αν ληφθεί υπόψη ότι η καθυστερημένη χρονικά εμφάνιση και ανάπτυξή του, λόγω παραγωγικών δομών, συμβαδίζει με την επί μακρόν προσπάθεια επιβίωσής του από τις ακραίες παρεμβάσεις της κρατικής εξουσίας, ακόμη και μετά τη μεταπολίτευση, όταν μόλις το 1988 λήγει και η τελευταία εσωτερική κρίση που συνοδεύεται από δικαστικές παρεμβάσεις και της οποίας, πρωταγωνιστές της παραμένουν ακόμη στο προσκήνιο.
2) Η μισθωτή εργασία στην Ελλάδα παρουσιάζει μακράν τα χαμηλότερα ποσοστά στην Ε27 (65% έναντι 86% του αντίστοιχου μέσου όρου), γεγονός που καθιστά σχετικά περιορισμένο τον ρόλο των μισθωτών και σε έναν βαθμό δικαιολογεί και τα χαμηλά επίπεδα του κοινωνικού κράτους όταν μόλις πριν από 25 χρόνια το ποσοστό των μισθωτών υπερέβη το 50% της απασχόλησης και όταν η δεύτερη και τρίτη γενιά μισθωτών, χωρίς δεσμούς αυτοαπασχόλησης και με παράδοση κουλτούρας μισθωτής εργασίας είναι περιορισμένη.
3) Το χαμηλό ποσοστό συνδικαλιστικής πυκνότητας με βάση τη συμμετοχή στις αρχαιρεσίες που κυμαίνεται στο 30%, σε συνδυασμό με το επίσης χαμηλό ποσοστό της μισθωτής εργασίας στη χώρα, περιορίζει το ειδικό βάρος των ελληνικών συνδικάτων σε σχέση με το αντίστοιχο ποσοστό χωρών όπως η Γερμανία με μισθωτή εργασία που αντιπροσωπεύει το 92% της απασχόλησης.
4) Η ακολουθούμενη γενικότερη τάση μείωσης της συνδικαλιστικής πυκνότητας, οφειλόμενη σε ποικιλία αιτίων, εξωγενών, ενδογενών και αλληλεπιδρώντων, έχει σαν αποτέλεσμα την υποχώρησή της κατά 15 μονάδες μέσα σε μία 20ετία ακόμη και αν ο συνολικός αριθμός των συνδικαλισμένων παραμένει ο ίδιος γεγονός που οφείλεται κυρίως στη ραγδαία αύξηση της μισθωτής απασχόλησης και στην αδυναμία των συνδικάτων να την παρακολουθήσουν.
5) Η απόλυτη κυριαρχία του δημόσιου τομέα, στενού και ευρύτερου, που εκπροσωπεί το 55% των συνδικαλισμένων ενώ εκπροσωπεί το 34% της μισθωτής απασχόλησης, απόρροια εργασιακής ασφάλειας αλλά και των πελατειακών λογικών που ευδοκιμούν στο εσωτερικό του, συνιστά πολυσήμαντη ιδιαιτερότητα σε μια συγκυρία σοβαρής υποχώρησης του δημόσιου τομέα από τη λαίλαπα των ιδιωτικοποιήσεων, και οδηγεί σε εξαιρετικά δυσοίωνες προοπτικές τον ελληνικό συνδικαλισμό όταν μάλιστα η πυκνότητα στον ιδιωτικό τομέα κυμαίνεται στο 15%.
6) Η έκδηλη έλλειψη εκπροσώπησης των νέων κοιτασμάτων της μισθωτής εργασίας αποτελεί σοβαρότατο έλλειμμα στη σημερινή συγκυρία. Η διογκωμένη παρουσία της ευέλικτης εργασίας και των μεταναστών και οι νέοι κλάδοι απουσιάζουν επιδεικτικά από τη δύναμη των συνδικάτων. Η εκκωφαντική και ανησυχητική απουσία των νέων ηλικιών καθώς και η ελλιπέστατη εκπροσώπηση των γυναικών ενισχύουν το πρόβλημα. Παρά τους αντικειμενικούς παράγοντες που εμποδίζουν την ένταξη στα συνδικάτα αυτών των κατηγοριών, είναι αξιοσημείωτη η αρνητική στάση ορισμένων συνδικάτων αλλά και η απουσία ειδικών πολιτικών προσέγγισής τους την ίδια στιγμή που σπανιότατα συνδικαλιστικές οργανώσεις προβαίνουν στην ανά κατηγορία (π.χ. φύλο) καταγραφή των μελών τους. Ωστόσο η δημιουργία πρωτοβάθμιων σωματείων από τον χώρο της επισφάλειας με πρωτοβουλίες, που συχνά δεν συνδέονται με το επίσημο συνδικαλιστικό κίνημα, συνιστούν ελπιδοφόρα εξέλιξη.
7) Η επιλογή της οργανωτικής ενότητας που κατακτήθηκε στον χρόνο, σύμφωνα με την οποία τα διαφορετικά ιδεολογικοπολιτικά ρεύματα συνυπάρχουν στην ίδια οργανωτική δομή, ακυρώνεται σε έναν βαθμό από την διαφορετική εκπροσώπηση με βάση το εργασιακό καθεστώς (δημοσίου δικαίου για την ΑΔΕΔΥ, ιδιωτικού δικαίου για τη ΓΣΕΕ). Η διατήρηση αυτής της ιδιότυπης οργανωτικής ενότητας θέτει εμπόδια στην κοινή δράση όλων των δυνάμεων της μισθωτής εργασίας την ίδια στιγμή που ενισχύεται η έξωθεν προσπάθεια για τεχνητές αντιπαραθέσεις ανάμεσα σε τμήματά της και όταν στον στενό δημόσιο τομέα ευδοκιμούν και διευρύνουν την παρουσία τους διαφορετικά καθεστώτα από εκείνο του δημοσίου υπαλλήλου. Άλλωστε, μην ξεχνάμε ότι το 1920 με νόμο απαγορεύθηκε η συνύπαρξη των δημοσίων υπαλλήλων και των άλλων εργαζομένων στα ίδια συνδικάτα, προκειμένου οι πρώτοι «να μη μολυνθούν από το μικρόβιο της ταξικής πάλης» που είχε υιοθετήσει η ΓΣΕΕ από το ιδρυτικό της συνέδριο του 1918.
8) Η οργανωτική ενότητα αναιρείται σε μεγάλο βαθμό από την έντονη παραταξιοποίηση που δίνει την εικόνα της ουσιαστικής διάσπασης του συνδικαλιστικού κινήματος. Η κάθετη οργανωτική δομή και λειτουργία των παρατάξεων και των μηχανισμών τους, που μετατρέπονται σε συνδικάτα μέσα στους κόλπους των συνδικάτων, περιορίζουν την ουσιαστική λειτουργία των συνδικαλιστικών οργάνων που είναι το οξυγόνο των δημοκρατικών θεσμών. Αξιοσημείωτο επίσης είναι ότι το ελληνικό παράδειγμα των συνδικαλιστικών παρατάξεων με την πλήρη αντιστοιχία τους στους υπάρχοντες κομματικούς σχηματισμούς αποτελεί ελληνική πρωτοτυπία. Γιατί και σε χώρες που ιστορικά έχουν υιοθετήσει τον οργανωτικό πλουραλισμό, με τις πολλές εθνικής εμβέλειας οργανώσεις, αυτές, αν και ιστορικά συνδέθηκαν με εξωσυνδικαλιστικά κέντρα, σήμερα έχουν χαλαρώσει τους δεσμούς τους με αυτά και στις τάξεις και στα στελέχη τους συνυπάρχουν εργαζόμενοι με διαφορετικές πολιτικές πεποιθήσεις και κομματικές εντάξεις χωρίς ασφυκτικές περιχαρακώσεις.
9) Ο οργανωτικός πολυκερματισμός με τις 3.500 πρωτοβάθμιες και 200 δευτεροβάθμιες οργανώσεις, και για τις δύο συνομοσπονδίες με τα 750 χιλιάδες μέλη, αποτελεί παράδειγμα οργανωτικής πολυδιάσπασης που αντιστρατεύεται τον ενιαίο χαρακτήρα και αναπαράγει την αναποτελεσματικότητα. Η ύπαρξη ακόμη και 12 ομοσπονδιών σε έναν κλάδο αποτελεί ακραίο και ενδεικτικό παράδειγμα κυριαρχίας παραταξιακών και προσωπικών σκοπιμοτήτων που έχουν ακυρώσει τις ομόφωνες αποφάσεις, περί οργανωτικής ανασυγκρότησης, καταστατικών συνεδρίων αφού σε 20 χρόνια έχουν επιφέρει μόλις 2 συγχωνεύσεις ομοσπονδιών, ενώ δημιουργούνται νέες ομοσπονδίες ενισχύοντας την πολυδιάσπαση.
10) Η απουσία συλλογικής εκπροσώπησης της εργασίας στο 98% των επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα αντιφάσκει με την προηγούμενη παρατήρηση. Αυτό είναι δείγμα σοβαρής ανεπάρκειας του νομοθετικού πλαισίου που καθορίζει την εσωτερική ζωή των συνδικάτων περιορίζοντας τους όρους της οργανωτικής τους αυτονομίας, αλλά και ένδειξη έλλειψης επίμονης διεκδίκησης από μέρους τους για αναγκαίες αλλαγές στο υφιστάμενο πλαίσιο. Την ίδια στιγμή καταγράφεται θεσμική αδυναμία δημιουργίας όρων ενιαίας εκπροσώπησης σε χώρους πολυκλαδικής δραστηριότητας, π.χ. ομίλους επιχειρήσεων, πολυχώρους (Μall), αεροδρόμια.
11) Η παρατεινόμενη, μεταξικής έμπνευσης, οικονομική εξάρτηση των συνδικάτων από την Εργατική Εστία με τις πολλαπλές της συνέπειες είναι μια ακόμη προσθήκη στον θεσμικά επιβεβλημένο κρατικό παρεμβατισμό στη ζωή των συνδικάτων. Η επανάπαυση στη λύση αυτή στερεί από τα ελληνικά συνδικάτα την κατανόηση του ρόλου της συνδικαλιστικής συνδρομής (ουσιαστικής και όχι συμβολικής) των μελών ως αναγκαίας συνθήκης για τη δημιουργία όρων αμοιβαιότητας μεταξύ τους αλλά και τη διατήρηση του κινηματικού χαρακτήρα των συνδικάτων εκτός από την κατοχύρωση όρων οικονομικής ανεξαρτησίας.
12) Η απουσία ενός έμπρακτου διεθνούς προσανατολισμού στη δράση του ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος στο πλαίσιο της εντεινόμενης διεθνοποίησης των οικονομικών και κοινωνικών φαινομένων είναι και αυτή αξιοσημείωτη. Είναι ενδεικτικό ότι σε μια περίοδο κατακλυσμού της χώρας από πολυεθνικές επιχειρήσεις δεν έχει από το 1982 μέχρι σήμερα ενεργοποιηθεί η διάταξη για απεργία αλληλεγγύης σε εργαζόμενους άλλων χωρών που απασχολούνται στην ίδια πολυεθνική.
13) Τέλος, η αλλοίωση του παραδοσιακού συγκρουσιακού μοντέλου από συναινετικά στοιχεία στο πλαίσιο των κοινοτικών κατευθύνσεων αλλά και με αφορμή τους εκάστοτε«εθνικούς» στόχους (ΟΝΕ, Ολυμπιάδα, ανάπτυξη, κρίση) δημιουργεί ερωτηματικά για τα συνολικά οφέλη που αποκόμισε η εργασία από αυτή την επιλογή.
* Ο Γ. Κουζής διδάσκει στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου