Π.Κ. ΠΕΤΡΑΛΩΝΩΝ ΚΑΙ ΘΗΣΕΙΟΥ, Δρυόπων 31, 11851 Άνω Πετράλωνα, synpetralona@gmail.com

11.1.11

Ομιλία του Γ.Δραγασάκη στην εκδήλωση της πκ Βύρωνα του ΣΥΝ (10/1/2011)

10/1/2011
Γιάννης Δραγασάκης

Η κρίση που ζούμε είναι ένα φαινόμενο σε διαρκή εξέλιξη. Κάθε μήνα, κάθε βδομάδα, κάθε μέρα αλλάζει η εικόνα.Επομένως όταν λέμε έξοδο από την κρίση, πολλές φορές συνοδεύεται από το ερώτημα «ποιά ακριβώς κρίση»; Πού βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή; Ποιές είναι οι προοπτικές; Θα προσπαθήσω λοιπόν να θέσω ορισμένα θέματα ανάλυσης και να αναφερθώ σε κάποια σημεία των προτάσεων και κυρίως της λογικής των προτάσεων του ΚΕΑ έτσι ώστε να τροφοδοτηθεί μια συζήτηση η οποία κατά κανόνα είναι και το πιο ζωντανό κομματι τέτοιων εκδηλώσεων απ’ ότι έχω δει και σε άλλες που έχω πάει. Σας προτείνω λοιπόν να σκεφτούμε για λίγο ένα χρόνο πριν: Ιανουάριος του 2010. Εαν το κάνουμε αυτό θα διαπιστώσουμε πόσο έχει αλλάξει το κλίμα από τότε. Πριν από ένα χρόνο κυριαρχούσαν οι απόψεις της κυρίας Μέρκελ και του κυρίου Τρισέ που έλεγαν ότι το ευρώ είναι ισχυρό και δεν έχει κανένα πρόβλημα, το πρόβλημα είναι η Ελλάδα. Και από πίσω ουραγός ο κ’υριος Παπανδρέου –πρωθυπουργός υποτίθεται της χώρας- να συνηγορεί και να λέει, ναι, είμαστε μια διεφθαρμένη χώρα και η διαφθορά, το πελατειακό σύστημα, τα δικά μας λάθη, είναι αυτά τα οποία έχουν προκαλέσει την κρίση. Η κρίση δλδ εμφανιζόταν σαν μια κρίση εθνικής ελληνικής ιδιαιτερότητας και τίποτα άλλο.
Εμείς βέβαια, λέγαμε από τότε ότι είμαστε πειραματόζωο –εμείς χρησιμοποιήσαμε τον όρο για πρώτη φορά- είμαστε η κορυφή του παγόβουνου, είμαστε για λόγους ειδικούς η πρώτη χώρα στην οποία εκδηλώνεται η κρίση του χρέους, αλλά ακολουθούν κι άλλες. Και μάλιστα κάναμε και ειδική ημερίδα –αν θυμάμαι καλά Φεβρουάριο π’ερισυ- με εκπροσώπους των αριστερών κομμάτων από τις χώρες του Νότου προσπαθώντας να υπαινιχθούμε ότι το πρόβλημα αφορά όλες τις χώρες του Νότου (όχι με τη γεωγραφική μόνο έννοια αλλά με την λειτουργική γιατί και η Ιρλανδία μετά μπήκε στο πρόβλημα). Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι ένα χρόνο μετά δικαιώνεται ακριβώς αυτή η άποψη που εμείς υποστηρίξαμε, δυστυχώς δικαιώνεται, γιατί δεν είναι να χαίρεται κανείς όταν βλέπει την κρίση και τις επερχόμενες καταστροφές να γενικεύονται αλλά είναι πολύ σημαντικό για την εξαγωγή πολιτικών συμπερασμάτων.
Πράγματι λοιπόν σήμερα κανείς δεν μιλάει πια για μια κρίση που αφορά την Ελλάδα, αφού ήδη η Ιρλανδία που ως πρόσφατα θεωρείτο χώρα μοντέλο, - και μάλιστα πέρισυ ο κύριος Τρισέ με το δάχτυλο εισαγγελέως, καλούσε την Ελλάδα να εφερμόσει τα μέτρα που έπαιρνε η Ιρλανδία- αυτή ήταν η διέξοδος. Η Ιρλανδία λοιπόν σήμερα είναι σε χειρότερη θέση από την Ελάδα αν μπορεί να συγκρίνει κανείς δύο χώρες στα πρόθυρα της χρεοκοπίας. Ακολουθεί η Πορτογαλία η οποία πιέζεται κι αυτή να ενταχθεί στον μηχανισμό. Και πολλοί ανησυχούν ότι στο δρόμο αυτό σειρά έχει ίσως και η Ισπανία που είναι η τέταρτη σε δύναμη χώρα της ΕΕ, της Ευρωζώνης, άρα οι συνέπειες θα είναι πολύ μεγαλύτερες, και η Ιταλία. Αλλά όταν σε μια νομισματική ένωση 17 χωρών οι μισές χώρες έχουν προβλήματα φερεγγυότητας ή προβλήματα κρίσης τεραστίων διαστάσεων, η ίδια η ένωση αυτή δεν μπορεί να είναι αλώβητη, επομένως η κρίση αυτή εξ αντικειμένου θα επηρεάσει ακόμα και τη Γερμανία, όσο κι αν αυτό ακούγεται σε ορισμένους παράδοξο.
Συμπερασμα από αυτή τη σύντομη υπενθύμιση ορισμένων γεγονότων: είμαστε μέρος ενός γενικότερου προβλήματος είμαστε μέρος μιας γενικότερης κρίσης σύνθετης και πρωτόγνωρης, της μεγαλύτερης –αν μπορούμε να συγκρίνουμε- από το 1929. Είναι μια κρίση ταυτόχρονα οικονομική και οικολογική, και τώρα πια γίνεται κρίση και κοινωνική και πολιτική. Οι αιτίες επομένως είναι κοινές: μπορεί να υπάρχουν διαφορές στην κάθε χώρα, αλλά η κρίση αυτή κατακλύζει, διαπερνά χώρες με μεγάλο δημόσιο τομέα, με μικρό δημόσιο τομέα, χώρες με διαφθορά, χώρες χωρίς διαφθορά, διαπερνά κάθε χώρα που έχει καπιταλισμό και μάλιστα νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό. Άρα οι κοινές αιτίες οι γενεσιουργές είναι παντού, έχουν να κάνουν με τις πολιτικές που εφαρμόστηκαν με την ίδια την κερδοσκοπική ουσία του καπιταλιστικού συστήματος. Επομένως το τρίτο συμπερασμα που, έστω προεισαγωγικά, μπορούμε να βγάλουμε είναι ότι όπως η κρίση, έτσι και η διέξοδος θα πρέπει να τη φανταστούμε ως μια γενκότερη κίνηση, ως μια κίνηση αλλαγών που θα γίνονται και στην κάθε χώρα ξεχωριστά αλλά και στην Ευρώπη ως σύνολο αλλά και στον κόσμο συνολικά. Δεν υπάρχει κατά την άποψή μου κάποιο δίλημμα ή διεθνής διέξοδος από την κρίση, είναι αλληλένδετα αυτά, δεν μπορεί μια χώρα να βγει από την κρίση αν δεν αλλάξει την οικονομία της και την πολιτική της, δεν μπορεί όμως μια χώρα πάλι να είναι βιώσιμη κατά την έξοδο από την κρίση αν δεν υπάρχουν ευρύτερες αλλαγές και ανακατατάξεις στην Ευρώπη. Γι αυτό νομίζω πρέπει να δούμε από πιο κοντά τώρα αυτή την περιβόητη κρίση του ευρώ. Πάλι θα σας καλέσω να πάμε δύο χρόνια πιο πίσω το 2008 όταν πρωτοεμφανίστηκε η κρίση με τη μορφή μιας χρηματοπιστωτικής κρίσης. Θυμάστε τότε – δεν το λέω για να ευλογήσουμε τα γένια μας, γιατί κι εμείς τότε ενώ ξεκινήσαμε καλά, μετά δεν μπορέσαμε να δώσουμε τη συνέχεια που θά’πρεπε-, αλλά εκείνη την εποχή τον Μάιο του ’08 ο ΣΥΝ ήταν το πρώτο κόμμα και το μόνο που έκανε ειδική ΚΠΕ με θέμα την κρίση, και αμέσως μετά άρχισε μια προγραμματική επεξεργασία που ακριβώς είχε κατά νου της μια κρίση τέτοιων διαστάσεων που τότε μάλιστα δεν ήταν ακόμα κατανοητό ούτε στις γραμμές της Αριστεράς περί τίνος ακριβώς πρόκειται. Τότε λοιπόν πολλοί πίστευαν ότι η κρίση ήταν μόνο χρηματοπιστωτική. Κρίση των τραπεζών η οποία πολύ σύντομα θα ξεπερνιόταν. Εμείς είχαμε πει ότι η χρηματοπιστωτική κρίση ήταν απλά το πρώτο στάδιο και προβλέψαμε από τότε και το είπαμε ότι θα ακολουθούσε η δημοσιονομική διάσταση και η κρίση της πραγματικής οικονομίας, της απασχόλησης, των επενδύσεων κλπ. Πράγματι, μπορούμε να πούμε ότι το πρώτο στάδιο της κρίσης κορυφώθηκε τον Σεπτέμβριο του 2008 με την χρεοκοπία της Λήμαν Μπράδερς που ήταν μια από τις μεγαλύτερες τράπεζες παγκοσμίως και με την χρεοκοπία πολλών άλλων μικρότερων τραπεζών και γενικά με το κλίμα πανικού, την κατάρρευση των χρηματιστηρίων την καταστροφή τεραστίων μαζών χρήματος και κεφαλαίου με τη μορφή κυρίως του κινητού πλούτου (μετοχές, ομόλογα, τοξικά ομόλογα – τρισεκατομμύρια δολάρια ήταν οι ζημιές).
Το δεύτερο στάδιο αρχίζει από το φθινόπωρο του 2008 με την απόφαση του G20 –το όργανο στο οποίο μετεξελίχθηκε το G7 με την είσοδο της Κίνας, Ινδίας, Βραζιλίας κλπ-, έγινε το συντονιστικό κέντρο του καπιταλισμού, μαζί με το ΔΝΤ που ο ρόλος του αναβαθμίστηκε και με τις κεντρικές τράπεζες. Εκεί αποφασίστηκε ότι πρέπει να υπάρξει κρατική παρέμβαση διαφορετικά το σύστημα θα καταρρεύσει. Με απόφαση του G8 αρχίζει το δεύτερο στάδιο της κρίσης με ένα έντονο κρατικό παρεμβατισμό όπου δίνονται χρήματα στις τράπεζες, κρατικοποιούνται προβληματικές τράπεζες και βιομηχανίες όπως στην Αμερική η αυτοκινητοβιομηχανία, στη Γερμανία δόθηκαν ενισχύσεις κλπ, με στόχο να σωθεί το σύστημα. Τότε σας θυμίζω, ο Μπράουν – τότε πρωθυπουργός της Βρετανίας- κι ορισμένοι άλλοι σοσιαλδημοκράτες ( και στο χώρο το δικό μας άρχισε μια συζήτηση) είπαν μήπως όλα αυτά σημαίνουν εγκατάλειψη του νεοφιλελευθερισμού; Μήπως σημαίνουν μια στροφή στον κεϋνσιανισμό; Τώρα μπορούμε να δούμε πολύ καθαρά ότι επρόκειτο για ένα ελιγμό, για τη χρήση κεϋνσιανών μεθόδων , κρατικού παρεμβατισμού κλπ με στόχο τη διάσωση του νεοφιλελεύθερου συστήματος. Όμως η διάσωση του συστήματος συσσώρευσε ελλείματα και χρέη. Ας αφήσουμε λίγο την Ελλάδα όπου εδώ έχουμε μια ιδιομορφία στην οποία θα σταθώ, γενικότερα η εικόνα που διαμορφώθηκε παγκοσμίως είναι ότι το κράτος παρενέβη, ρούφηξε (κρατικοποίησε) ζημίες στήριξε τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας και τον έσωσε από μια ακόμα μεγαλύτερη κατάρρευση, αυτά δημιούργησαν χρέη και ελλείματα, και φτάνουμε στο τρίτο στάδιο της κρίσης με την απόφαση που σηματοδοτείται από την κρίση του ελληνικού χρέους. Το τρίτο δλδ στάδιο είναι η φάση όπου αυτή η παρεμβατική λειτουργία του κράτους για να σώσει τον καπιταλισμό δημιουργεί τέτοιες δημοσιονομικές συνθήκες όπου στο τρίτο στάδιο που είμαστε τώρα θα πρέπει αυτά τα κρατικοποιημένα χρέη να επαναδιανεμηθούν να επιρριφθούν στην κοινωνία. Για αυτό ακριβώς και η απόφαση πάλι του G20 τον Ιούνιο του 2010 συστηματοποιεί και αποφασίζει ότι μέχρι το 2013 όλες οι χώρες θα πρέπει να μειώσουν τα ελλέιματά τους κατά 50% και όλες οι χώρες μέχρι το 2016 πρέπει να έχουν σταθεροποιήσει τα χρέη τους. Αυτό σημαίνει σκληρή λιτότητα παντού, είτε είναι υπερχρεωμένες χώρες είτε όχι, για να μην υπερχρεωθούν. Σ’αυτό λοιπόν το στάδιο πολύ συνοπτικά βρισκόμαστε τώρα.
Αυτό σημαίνει ότι τώρα αρχίζει πρακτικά η κρίση για την κοινωνία. Τώρα δλδ η κρίση γίνεται κοινωνική, γίνεται ανεργία, μείωση μισθών, περικοπή του κοινωνικού κράτους , γίνεται μείωση των δαπανών για την παιδεία, διάλυση της κοινωνικής ασφάλισης. Από δω και πέρα η κρίση είναι αυτή που συνειδητοποιεί ο κόσμος, γι αυτό βλέπουμε και μια εντονότερη ανησυχία όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς.Και βέβαια η κρίση γίνεται και πολιτική, διότι όλος αυτός ο μετασχηματισμός από την κρίση του κεφαλαίου στην κρίση της εργασίας, το ότι δλδ από την κρίση των τραπεζών και του χρηματιστηρίου περάσαμε στην κρίση με τη μορφή της ανεργίας και της επεκτεινόμενης φτώχειας και την συρρικνωση του κοινωνικού κράτους, όλα αυτά είναι πολιτικές παρεμβάσεις, δεν έγιναν με κάποιο αυθόρμητο μηχανισμό, (παρ’όλο που λειτούργησαν και τέτοιοι μηχανισμοί μέσω της ανεργίας).
Αυτά τα στάδια όμως δεν είναι κλειστά, δλδ αυτό που έγινε στο πρώτο στάδιο συνεχίζεται και σήμερα: η καταστροφή, η απαξίωση του κεφαλαίου συνεχίζεται με νέες μορφές πχ ενώ προς το παρόν η κρίση στις τράπεζες ξεπεράστηκε, σήμερα επανερχεται στις τράπεζες οξύτερη για τον εξής λόγο: Η ύφεση και η ανεργία υποχρεώνει πολλά νοικοκυριά να μην μπορούν να πληρώσουν τα χρέη τους με αποτέλεσμα τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στις τράπεζες να αυξάνονται, αυτό να δημιουργεί ελλείματα και το τελικό αποτέλεσμα είναι ακριβώς να έχουμε μια νέα κρίση των τραπεζών που πολλοί φοβούνται ότι θα είναι ακόμα χειρότερη από την προηγούμενη. Η κρίση του ευρώ λοιπόν εκδηλώνεται σε εκείνη τη στιγμή του τρίτου σταδίου όταν πια η παρέμβαση των κρατών έχει οδηγήσει σε δημοσιονομικές κρίσεις. Όμως η κρίση του ευρώ αντανακλά ευρύτερα φαινόμενα.Το πρώτο αντανακλά την κρίση της πραγματικής οικονομίας, που υπάρχει έτσι κι αλλιώς σ’ολόκληρη την ευρωπαϊκή ένωση, 2ο αντανακλά την κρίση των τραπεζών και την κρίση των κρατών δεδομένου ότι δεν διαθέτει μηχανισμούς διάσωσης των κρατών, ούτε καν μηχανισμούς δανεισμού τους, μόνο μηχανισμό των τραπεζών διαθέτει μέσω της ΕΚΤ και 3ον σ’αυτή τη φάση αποκαλύπτονται ιδρυτικά, θεμελιακά προβλήματα του ευρώ και της ΟΝΕ ορισμένα από τα οποία και εμείς και άλλοι τα είχαμε υπογραμμίσει πριν την ένταξή μας στο ευρώ, αλλά μετά μέσα σε ένα κλίμα ευφορίας ξεχάστηκαν για να τα θυμηθούμε τώρα με ένα τρόπο δραματικό. Ποιά είναι τα προβλήματα του ευρώ συνοπτικά:
1ον το ευρώ είναι ένα κοινό νόμισμα που καλύπτει χώρες με άνισα επίπεδα ανάπτυξης και άνισους οικονομικούς κύκλους-άνισους ρυθμούς.Αυτό σημαίνει ότι ενώ έχουμε ένα νόμισμα ,άρα έχουμε μια νομισματική πολιτική και μια πολιτική επιτοκίων, αυτή η πολιτική εξ αντικειμένου κάποιες χώρες θα ευνοεί και αυτές θα είναι οι μεγάλες χώρες που επηρεάζουν τη λήψη των αποφάσεων, και σε κάποιες χώρες θα δρα αρνητικά. Δλδ αν η ελληνική οικονομία σε κάποιο στάδιο ήθελε υψηλά επιτόκια και η Γερμανία ήθελε χαμηλά επιτόκια η πολιτική της ΕΚΤ ήταν χαμηλά επιτόκια αφού η Γερμανία είναι ο όγκος μέσα στην ΕΕ και έτσι μ’αυτόν τον τρόπο ενθαρρύνονταν φούσκες στην ελληνική αλλά και σε άλλες οικονομίες. Άρα η ΄υπαρξη τέτοιας αναπτυξιακής ανισότητας μέσα στην ευρωζώνη χωρίς την ύπαρξη ισχυρού προϋπολογισμού αναδιανομής πόρων, δημιουργεί καταστάσεις εκρηκτικ΄ες, αποσύνθεσης ακόμα και διάλυσης ενδεχομένως της ευρωζώνης αν δεν αντιμετωπιστεί το πρόβλημα αυτό.
2ο πολύ σοβαρό πρόβλημα που το ζήσαμε εμείς πρώτοι: το ευρώ όπως συγκροτήθηκε δεν διαθέτει μηχανισμό κοινού δανεισμού. Η κάθε χώρα δανείζεται από μόνη της. ‘Οσο η οικονομία ήταν ανοδική, στην ουσία όλες οι χώρες δανείζονταν με το ίδιο επιτόκιο, ακόμα και εμείς δανειζόμασταν μέχρι το 2009 με επιτόκιο περίπου όσο και το γερμανικό, το ίδιο και η Πορτογαλία, η Γαλλία και όλες οι χώρες. Με το ξέσπασμα της κρίσης, οι αγορές αρχίζουν να επανατιμολογούν τους κινδύνους όπως λένε οι ειδικοί, δλδ αρχίζει μια συζήτηση «η Ελλάδα έχει ελλείματα, υψηλό χρέος, πολιτική αστάθεια, άρα δεν μπορούμε να έχουμε το ίδιο επιτόκιο στην Ελλάδα και το ίδιο στη Γερμανία». Αρχίζει λοιπόν ένας ανταγωνισμός επιτικίων με διάφορους κερδοσκοπικούς τρόπους πώς θα εξασφαλίσουν οι αγορές υψηλότερα επιτόκια από την Ελλάδα. Φτάσαμε λοιπόν στο σημείο η Γερμανία να δανείζεται με επιτόκιο 2,5%, η Ελλάδα να δανείζεται με επιτόκιο 5,5-6-7%. Ακόμα και τώρα που μιλάμε, η Γερμανία δανείζεται με 2,5% και δανείζει την Ελλάδα με το πακέτο των 110 δις ή την Ιρλανδία με το πακέτο των 85 δις με 5,8% επιτόκιο που είναι τεράστια διαφορά.
Το 2ο πρόβλημα είναι ότι επειδή δεν υπάρχει κοινός μηχανισμός δανεισμού, δημιουργείται ένας ανταγωνισμός επιτοκίων σε βάρος βεβαίως των πιο αδύνατων οικονομιών και των πιο αδύνατων χωρών.
Το 3ο πρόβλημα είναι, ότι όπως δημιουργηθηκε το ευρώ δεν διαθέτει μηχανισμούς αντιμετώπισης κρίσεων χρέους. Ξαφνικά οι αγορές λένε ότι δεν δανείζουν την Ελλάδα διότι φοβούνται, ή θέλουν υψηλότερα επιτόκια κλπ. Τότε εμφανίζονται 2 προβλήματα γνωστά από την διεθνή οικονομική ιστορία: Το πρώτο είναι το λεγόμενο πρόβλημα της αγέλης, δλδ όταν δεν σε δανείζει ο ένας, δεν σε δανείζει και ο άλλος, δεν σε δανείζει κανείς. Ξαφνικά, ακόμα κι αν δεν υπάρχει οικονομικό πρόβλημα, βρίσκεται μια χώρα στην κατάσταση να μην τη δανείζει κανείς. Σ’ αυτη την περίπτωση χρειάζεται να υπάρχει μηχανισμός δανεισμού ύστατης ανάγκης. Αυτός ο μηχανισμός στην Αμερική είναι η Κεντρική τράπεζα.Αυτή τη στιγμή η κυβέρνηση των ΗΠΑ έχει αποφασίσει να αγοράσει η Κεντρική τράπεζα 600 δις δολ. κρατικά ομόλογα, παρ’όλο που η Αμερική δεν έχει κανένα πρόβλημα χρεοκοπίας, αλλά για να αποτρέψει την άνοδο των επιτοκίων. Τον ίδιο μηχανισμό έχει και η Αγγλία, και όλες οι χώρες. Στην ΕΕ, στην ευρωζώνη δεν υπάρχει αυτός ο μηχανισμός που να λέει ότι αν δεν σε δανείζουν οι αγορές, υπάρχει ένας μηχανισμός να σε δανείσει. Αυτό το γεγονός έχει αποτέλεσμα να γίνονται κυρίαρχες οι αγορές, να καθορίζουν τα πάντα, να εκβιάζουν, είτε ζητάνε μεγάλα επιτόκια είτε δεν σε δανείζουν καθόλου, είτε λειτουργούν ως μηχανισμός επιβολής του περιβόητου μνημονίου ή του όποιου πακέτου και πολιτικής θέλει να επιβάλλει το παγκόσμιο χρηματιστικό κεφάλαιο διότι αυτό είναι πίσω από αυτό που λέμε αγορές.
Το 4ο και πιο μεγάλο ιδρυτικό πρ’οβλημα, είναι ότι με όλα αυτά που είπα αλλά όχι μόνο, η ΟΝΕ, το ευρώ, έχει δομηθεί πανω στην αρχή του ανταγωνισμού.Του μισθολογικού, κοινωνικού, του φορολογικού ανταγωνισμού. Δλδ, έχει μια χώρα πρόβλημα; Να μειώσει τους μισθούς, να μειώσει τους φορολογικούς συντελεστές για τα κέρδη των επιχειρήσεων.Έχει μια χώρα πρόβλημα; Να μειώσει το κοινωνικό κράτος.Αυτός είναι ο ρυθμιστικός μηχανισμός βάσει του οποίου λειτουργεί η ΟΝΕ και το ευρώ. Τώρα λοιπόν με την κρίση αυτά τα προβλήματα βγήκαν στη φόρα και αυτά τα προβλήματα πια δεν θίγουν την Ελλάδα ή την Πορτογαλία, θίγουν το ίδιο το ευρώ και δημιουργούν πρόβλημα επιβίωσής του, άρα είναι συστημικά προβλήματα του ευρώ. Είτε δλδ θα αντιμετωπιστούν , είτε πράγματι μπορεί η ευρωζώνη όπως είναι σήμερα να αντιμετωπίσει πρόβλημα επιβίωσής της.
Ποιές είναι οι διέξοδοι πολύ συνοπτικά, τα διάφορα σενάρια:
Ένα σενάριο είναι να φύγει η Γερμανία από το ευρώ και να γλυτώσει από το βάρος της υποστήριξης των αδύνατων χωρών ή των μηχανισμών αναδιανομής που αντικειμενικά πρέπει να υπάρξουν. Το σενάριο αυτό δεν είναι πολύ πιθανό διότι, αν φύγει η Γερμανία από το ευρώ, και επιστρέψει στο μάρκο, το μάρκο θα ανατιμηθεί διότι η Γερμανία είναι εξαγωγική χώρα, άρα ανατιμούμενο το μάρκο θα χάνει ανταγωνιστικότητα η Γερμανία.
2ον Στα πλαίσια της Ευρώπης, η γερμανία είναι μια πολύ ισχυρή και μεγάλη χώρα. Στα πλαίσια της παγκόσμιας οικονομίας με την ανερχόμενη Κίνα, με την Αμερική να παίζει ακόμα το ρόλο που παίζει κλπ, όπως διαμορφώνεται η παγκόσμια γεωμετρία των δυνάμεων, μια Γερμανία από μόνη της δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα μπορέσει να έχει τη θέση και το ρόλο που έχει μέσω του ευρώ και της ΕΕ. Όμως υπάρχουν απόψεις στη Γερμανία που υποστηρίζουν αυτή την άποψη. (πλειοψηφικές απόψεις)
Άλλο σενάριο είναι να εκδιωχθούν τα αδύναμα μέλη. Η Ελλάδα, η Πορτογαλία να φύγουν από το ευρώ έτσι ώστε να μείνει μια ευρωζώνη πιο μικρή αλλά και πιο ομοιογενής και να μην έχει τα προβλήματα που έχει σήμερα με αυτόν τον δυϊσμό ανάμεσα σε πλεονασματικές και ελλειματικές χώρες. Αυτή η επιλογή πραχτικά σημαίνει ότι επιλέγεται η χρεοκοπία ως μέσο εκκαθάρισης κρίσης, γιατί αν φύγει η Ελλάδα από το ευρώ, προφανώς θα κάνει στάση πληρωμών, δεν θα μπορεί να εξυπηρετησει το χρέος της σε ευρώ κλπ.Αυτό δεν θα γίνει για να ανακουφιστεί ο λαός από το υπέρογκο χρέος αλλά ως ένα plan B για ακόμα πιο σκληρά μέτρα μέσω της υποτίμησης του εθνικού νομίσματος ούτως ώστε να επιτευχθεί αυτή η προσαρμογή που με τα άλλα μέσα δεν μπορούσε να επιτευχθεί. Ούτε το σενάριο αυτό φαίνεται πολύ πιθανό παρ’όλο που συζητείται, διότι οι χώρες που έχουν αυτό το πρόβλημα είναι πάρα πολλές. Επομένως αν επιλεγεί η οδός της αποβολής, το δεύτερο πρόβλημα είναι ότι το χρέος των ελλειματικών χωρών το έχουν γερμανικές και γαλλικές τράπεζες. Οπότε δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι κι αυτή η μικρότερη ΟΝΕ θα είναι βιώσιμη. Άρα ούτε αυτό το σενάριο είναι πιθανό με τα σημερινά δεδομένα, αλλά δεν μπορεί κανείς να αποκλείσει τίποτα.
Το 3ο σενάριο που φαίνεται τώρα να κερδίζει κάποιους πόντους είναι ότι θέλοντας και μη, και η κυρία Μέρκελ και όλοι θα υποχρεωθούν να αναγνωρίσουν κάποια τουλάχιστον από τα προβλήματα που ανέφερα, κάποια από τα ιδρυτικά ελλείματα που έχει το ευρώ, και να προσπαθησουν με εμβαλωματικές, σπασμωδικές και αποσπασματικές λύσεις να υπερβούν την κρίση με αβέβαια αποτελέσματα, χωρίς δλδ να αλλαξει η αρχιτεκτονική της ΟΝΕ όπως την περιέγραψα πριν. Στη βάση του ίδιου συστήματος θα κοιτάξουν να κάνουν κάποιες συμπληρωματικές λύσεις.Το συμπέρασμα που μπορούμε να αντλήσουμε από αυτή τη σύντομη ανάλυση είναι ότι μιλάμε για μια δομική κρίση του ευρώ συναρτημένη με τη γενικότερη κρίση του καπιταλισμού, μια κρίση μακράς πνοής, δεν πρόκειται να ξεπεραστεί γρήγορα και ακριβώς γι αυτό η αριστερά πρέπει να δώσει μεγαλύτερο βάρος και στην ανάλυση της κρίσης και στην διαμόρφωση των δικών μας όσο γίνεται πιο ολοκληρωμένων απαντήσεων ούτως ώστε να υπάρξει μια αριστερή προοπτική διεξόδου.
Το 3ο σημείο που θα ήθελα να αναφερθώ, είναι ότι η κρίση αυτή θέτει κεντρικά πολιτικά διλήμματα.Το γεγονός ότι είναι πολιτική σημαίνει ακριβώς ότι μετεξελίσσεται από κρίση της οικονομίας σε κρίση της οικονομικής –και όχι μόνο- στρατηγικής, αφού οι μέχρι τώρα πολιτικές παρεμβάσεις οδηγούν σε μια μετάσταση της κρίσης, σε μια αλλάγή της μορφής της και όχι σε ξεπέρασμά της.
Την κρίση λοιπόν του ευρώ σε πολιτικό επίπεδο πρέπει να την κατανοήσουμε ως το αποτέλεσμα της σύγκλισης και της συναίνεσης ανάμεσα στην ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία και την ευρωπαϊκή δεξιά. Το αποτέλεσμα αυτής της συναίνεσης ήταν το ευρώ το οποίο οικοδομήθηκε πάνω σε νεοφιλελεύθερες και ταξικές βάσεις. Με την κρίση αυτή, οι λαοί της Ευρώπης και ο δικός μας, πληρώνουν αυτή τη συναίνεση αλλά και την αδυναμία της πέραν της σοσιαλδημοκρατίας αριστεράς, και της δικής μας αριστεράς να προσφέρουν στους ευρωπαϊκούς λαούς μια αξιόπιστη πειστική εναλλάκτική διέξοδο. Ειδική ευθύνη για την κρίση αυτή πρέπει να πούμε ότι έχει η κυρίαρχη πολιτική τάξη της Γερμανίας όπως αυτή εκπροσωπείται από την κυρία Μέρκελ. Διότι στο σύνολο του G20 το φθινόπωρο του 2008 πάρθηκε με επιμονή της Μέρκελ η απόφαση: «ο καθένας μόνος του». Δλδ ότι ο καθένας θα αντιμετωπίσει την κρίση μόνος του. Ναι, αλλά όταν μια σειρά χώρες όπως και η δική μας, έχουν εκχωρίσει το εθνικό τους νόμισμα σε ένα θεσμό που λέγεται ΟΝΕ, όταν έχουμε εκχωρήσει τη συναλλαγματική μας πολιτική, σημαίνει ότι κάθε χώρα μόνη της δεν έχει καν τα εργαλεία για να διαχειριστεί και να αντιμετωπίσει την κρίση της. Επομένως υπάρχει σοβαρή ευθύνη και σε μια μελλοντική διαπραγμάτευση του ελληνικού χρέους θα πρέπει να τεθεί ολοκληρωμένα. Υπάρχει λοιπόν συνολική ευθύνη (πέρα από τις δικές μας ευθύνες) στους ευρωπαϊκούς θεσμούς για την ελληνική κρίση και τις διαστάσεις που πήρε. Στη χώρα μας, την κρίση πρέπει να την κατανοήσουμε ως το αποτέλεσμα ενός πολύχρονου συναινετικού δικομματισμού που κυβέρνησε τη χώρα μας, που την έβαλε στο ευρώ με όρους ονομαστικής και όχι πραγματικής σύγκλισης, που προτιμούσε επί 10ετίες να δανείζεται και να συσσωρεύει χρέη αντί να εισπράττει φόρους από τους έχοντες και κατέχοντες, που επιδόθηκε σε φαραωνικού τύπου έργα επίδειξης όπως οι Ολυμπιακοί αγώνες και άλλα αντί να επενδύσει στην παιδεία, την έρευνα, την τεχνολογία και σε μια παραγωγική δομή , ικανή να είναι και διεθνώς ανταγωνιστική. Ζούμε λοιπόν αυτήν την κρίση και αυτές τις ευθύνες.
Τα διλήμματα λοιπόν που τίθενται ειδικά σε αυτό το στάδιο σήμερα, αν και ήταν γνωστά από πριν, είναι,
1ον, ποιός θα πληρώσει το τεράστιο χρέος και το κόστος της κρίσης; Είναι δυνατόν να αντέξει ο δικός μας λαός να πληρώσει όλο αυτό το συσσωρευμένο χρέος και να μην επαναστατήσει;
Σε ποιά κατεύθυνση θα αναζητηθεί διέξοδος; Στη βάση της ίδιας πολιτικής που οδήγησε στην κρίση; Ή στην ανατροπή αυτής της πολιτικής και την διαμόρφωση νέων οικονομικών μοντέλων, νέων όρων και τρόπων ανάπτυξης και διανομής του παραγόμενου πλούτου;
Μπορεί να υπάρξει διέξοδος –όπως είπα και πριν- αποκλειστικά μέσα σε εθνικά πλαίσια ερήμην της ευρύτερης κατάστασης στην Ευρώπη και τον κόσμο; Η εμμονή των κυρίαρχων δυνάμεων της Ευρώπης στη συνέχιση της ίδιας πολιτικής δλδ στην πολιτική της λιτότητας ούτως ώστε μέσω αυτής να πληρώσουν την κρίση οι εργαζόμενοι, οδηγεί σε διεύρυνση των ανισοτήτων, οδηγεί σε μη προβλέψιμες εξελίξεις, και ακριβώς γι αυτό, η Αριστερά, όχι μόνο πρέπει, αλλά και μπορεί να έχει μια ενεργητική παρέμβαση με όπλο τους κοινούς αγώνες των εργαζομένων. Η κρίση δημιουργεί τελικά διλήμματα και στον κόσμο της εργασίας και στον κόσμο της αριστεράς, θα συνεχίσουμε με αυτή την κληρονομημένη αποσπασματικότητα αυτόν τον κατακερματισμό, αυτήν την τάση αδράνειας, μη ετοιμότητας, μη εγρήγορσης μπροστά σε προβλέψιμες τελικά εξελίξεις; Γιατί μπορεί να μη μπορεί κανείς να προβλέψει τις λεπτομέρειες, αλλά το σκηνικό της κρίσης όπως εξελίσσεται, ήταν και είναι ως ένα βαθμό στις γενικές του γραμμές προβλέψιμο. Θα μείνουμε ,θέλω να πω, σε μια κατάσταση όπως αυτή που ζήσαμε ως τώρα, ή θα αξιοποιήσουμε αυτό το νέο στάδιο στο οποίο μπαίνουμε όπου η κρίση γίνεται κοινωνική και πολιτική. Ένα αναστοχασμό, ένα προβληματισμό, τί έγινε ως τώρα, και μέσα από ποιούς δρόμους μπορεί να γίνει πιο αποτελεσματική η παρέμβαση και των εργαζομένων και της Αριστεράς;
Πιστεύω λοιπόν ότι το δεύτερο είναι αυτό που πρέπει να κάνουμε, αυτός είναι ο πυρήνας, αυτός είναι ο προβληματισμός, εγώ ως συμμετέχων στο συνέδριο του ΚΕΑ έφυγα εντυπωσιασμένος θα έλεγα, διότι καμμιά φορά υποτιμούμε και αυτό που έχουμε, ο εντυπωσιασμός είχε να κάνει με το γεγονός ότι άκουγε κανείς εκπροσώπους κομμάτων από τη Φινλανδία μέχρι την Πορτογαλια ή την Ελλάδα, να μιλούν την ίδια γλώσσα, να εκφράζουν τις ίδιες αγωνίες, ενδεχομένως με κάποιες διαφορές στην ιεράρχηση των ζητημάτων αλλά τελικά να ζητούν τα ίδια πράγματα.
Επομένως θα ήθελα να ολοκληρώσω με ορισμένα πεδία από την ατζέντα του ΚΕΑ πάνω στα οποία θα μπορούσαν να αναπτυχθούν κοινοί αγώνες, κοινοι και εντός της χώρας, γιατί και εντός έχουμε πρόβλημα συντονισμού και κοινής δράσης, αλλά κοινοί και σε ευρωπαϊκό πλαίσιο.


Και θα χρησιμοποιήσω ορισμένα προβλήματα τα οποία υπογραμμίζουν την κεντρική διαχωριστική γραμμή που υπάρχει σήμερα κατά την άποψή μου, στην Ευρώπη, όπου από τη μια είναι η Ευρώπη των ανταγωνισμών, των αγορών, του κεφαλαίου, των τραπεζιτών, και από την άλλη είναι η Ευρώπη της αλληλεγγύης, του κόσμου της εργασίας, η Ευρώπη που αναζητά μια ειρηνική και κοινωνικά δίκαιη και οικολογικά βιώσιμη προοπτική.
Το πρώτο λοιπόν πεδίο στο οποίο μπορεί να εκφραστεί, να συγκροτηθεί και να υπάρξει ένα κοινό πανευρωπαϊκό μέτωπο, των δυνάμεων της εργασίας αλλά και της γνώσης και του πολιτισμού, είναι νομίζω ένα μέτωπο ενάντια στη νέα λιτότητα. Και πρέπει να πούμε ότι πρόκειται για νέα λιτότητα, διότι και στο παρελθόν είχαμε λιτότητα σχετική, δλδ είχαμε σχετική μείωση των μισθών σε σχέση με την αύξηση της παραγωγικότητας σε σχέση με την αύξηση του πλούτου. Το αποτέλεσμα ήταν όμως, επειδή υπήρχε ανοδική πορεία της οικονομίας, παρά τη σχετική μείωση των μισθών, οι μισθοί σε απόλυτα μεγέθη να βελτιώνονται, το βιοτικό επίπεδο να βελτιώνεται. Κι αυτό που χειροτέρευε ήταν η σχέση των μισθών ως ποσοστό του εθνικού εισοδήματος. Τώρα πάμε σε απόλυτη λιτότητα. Σε απόλυτη μείωση του επιπέδου ζωής. Οι άνθρωποι σήμερα θα ζήσουν χειρότερα απ’ότι ζούσαν πέρισυ, και του χρόνου χειρότερα απ’ότι ζούσαν φέτος, εάν δεν ανατραπεί αυτή η πολιτική.
Το δεύτερο στοιχείο που καθιστά νέα αυτή τη λιτότητα –σούπερ λιτότητα όπως είπε ο Πάνος- άγρια λιτότητα, δεν πρόκειται λοιπόν για μια λιτότητα που αφορά μόνο τους μισθούς αλλά που επηρεάζει όλους τους όρους ζωής των εργαζομένων. Πλήττονται δλδ οι μισθοί, οι υποδομές, η παιδεία, η έρευνα πλήττεται η υγεία, οι δημόσιες υπηρεσίες υποβαθμίζονται κοκ.
Τα μέτρα αυτού του τύπου δεν αντιμετωπίζουν την κρίση, απλώς αναδιανέμουν το κόστος της κρίσης σε βάρος των εργαζομένων. Αυξάνουν τελικά τα κέρδη της χρηματιστικής ολιγαρχίας , κέρδη μάλιστα που σε συνθήκες κρίσης δεν γίνονται επενδύσεις, όπως διαπιστώνουμε, αλλά φυγαδεύονται κατά κανόνα σε φορολογικούς παραδείσους και σε τράπεζες του εξωτερικού. Πάνω από 300 δις υπολογίζονται τα χρήματα που έχουν φύγει από την Ελλάδα τα τελευταία χρόνια και φυλάσσονται σε τράπεζες του εξωτερικού. Μόνο από Έλληνες πλούσιους. Επομένως είναι όχι μόνο αναγκαίο αλλά και δυνατό να υπάρξει ένα τέτοιο μέτωπο όπως το περιέγραψα γύρω από ορισμένα πολύ απλά αλλά σαφή αιτήματα:
1ον: νέες θέσεις εργασίας. Διότι αυτό απαιτεί και η ανάκαμψη της οικονομίας.
2ον: αύξηση του κατώτατου μισθού.
3ον: επενδύσεις σε δημόσιες υπηρεσίες και δημόσιες υποδομές.
Δεύτερη πρόταση που κάνει το ΚΕΑ και μπορεί επίσης να αξιοποιηθεί: κοινό μέτωπο ενάντια στις πρακτικές κοινωνικού ντάμπινγκ με την καθιέρωση κοινών ελαχίστων ορίων, κοινών φραγμάτων και κόκκινων γραμμών.
Να εξηγήσουμε λίγο τιες έννοιες: τί σημαίνει κοινωνικό ντάμπινγκ: Σε όλο τον κόσμο οι νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις και οι αντίστοιχοι διεθνείς θεσμοί, όπως το ΔΝΤ, ευνοούν πραχτικές κοινωνικού ντάμπινγκ, δλδ ανταγωνισμός μέσω των μισθών. Έχει μια χώρα όπως η Ελλάδα πρόβλημα τεχνολογικής υστέρησης; αντί να υπάρξει μια πολιτική τεχνολογικής αναβάθμισης παραγωγικής, επιδιώκεται να καλυφθεί αυτό το κενό με συνειδητή μείωση των μισθών. Όχι ότι φταίνε οι μισθοί για την κρίση, αλλά μέσω της μείωσης των μισθών να καλυφθεί αυτό το κενό.
Αυτό έκανε ακόμα και η Γερμανία : σε συνθήκες οικονομικής ανόδου προσπάθησε να συγκρατήσει την αύξηση των μισθών ή και να επιβάλει την μείωσή τους για να βελτιώσει την ήδη υψηλή δική της ανταγωνιστικότητα. Οι συνέπειες αυτής της πραχτικής είναι καταστροφικές για τους εργαζόμενους, είναι διαλυτικές για την κοινωνία, είναι υφεσιακές για την παγκόσμια ανάπτυξη, το πρόβλημα είναι παγκόσμιο, όμως, μπορούμε να αντιπαλέψουμε αυτό το πρόβλημα και από καλύτερες θέσεις θα έλεγα, στα πλαίσια της ΕΕ. Μπορεί αυτή η στρατηγική να ηττηθεί, μέσα από κοινούς αγώνες για έναν πανευρωπαϊκό ελάχιστο μισθό. Κρίσιμο αίτημα: το ΚΕΑ μάλιστα κάνει ένα βήμα παραπέρα, το κάνει πιο συγκεκριμένο, να υπάρξει παντού ελάχιστος μισθός τουλάχιστον στο 60% του μέσου εθνικού μισθού. Δεν μπορούμε να έχουμε τον ίδιο μισθό παντού, πρέπει να είναι ανάλογος με την παραγωγικότητα, το εθνικό εισόδημα κλπ. Για την Ελλάδα, αυτό σημαίνει 1.200 ευρώ βασικό μισθό. Μπορεί το νούμερο να φαίνεται υπερβολικό με τις συνθήκες που ζούμε, αλλά αυτό ακριβώς δείχνει την απόστασή μας διότι ο βασικός μισθός πρέπει να είναι στο 60% του μέσου μισθού αν δεν θέλουμε να έχουμε τεράστιες ανισότητες στο χώρο των εργαζομένων και της εργατικής τάξης. Και πριν 10-15 χρόνια, ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα ήταν το 55% του μέσου μισθού. Τα τελευταία 15 χρόνια μειώθηκε ο βασικός μισθός περισσότερο απ’ότι ο μέσος μισθός και έχουμε αυτή τη μεγάλη απόκλιση. Το πρώτο λοιπόν κοινό αίτημα σ’όλη την Ευρώπη, μπορεί να είναι ένας πανευρωπαϊκός ελάχιστος μισθός τουλάχιστον στο 60% του μέσου εθνικού μισθού.
Το δεύτερο είναι η διασφάλιση σε όλες τις χώρες ενός βασικού εγγυημένου εισοδήματος για όσους δεν έχουν άλλα μέσα ή τρόπους για να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες. Σας θυμίζω ότι ο Λαφονταίν παλιά πρόεδρος του σοσιαλδημοκρατικού κόμματοςτης Γερμανίας και υπουργός οικονομικών τότε, παραιτήθηκε εξ αιτίας της διαφωνίας γύρω από το θέμα του βασικού μισθού. Και θά’πρεπε και στην Ελλάδα να δείξουμε μεγαλύτερη ευαισθησία, μέσα σ’όλα τα άλλα, και στο ζήτημα ειδικά του βασικού μισθού. Είναι κρίσιμο ορόσημο, εάν αρχίσει και σπάει αυτό το ορόσημο όπως σπάει δυστυχώς σήμερα στη χώρα μας με διάφορα παράθυρα, τότε η καθήλωση θα είναι πολύ μεγάλη.
Τρίτο: κοινό μέτωπο ενάντια στον φορολογικό ανταγωνισμό. Κι εδώ το πρόβλημα είναι παγκόσμιο. Δλδ καλλιεργείται η άποψη ότι αν μια χώρα θέλει να αυξήσει τις επενδύσεις της, πρέπει να μειώσει τη φορολογία στα κέρδη του κεφαλαίου. Πρόκειται για μια τεράστια απάτη, διότι η μείωση της φορολογίας του κεφάλαιου και του πλούτου, δεν δημιουργεί ανταγωνιστικό πλεονέκτημα σε καμμιά χώρα, αφού αμέσως θα ακολουθήσουν και άλλες χώρες να μειώσουν κι αυτές τους φορολογικούς συντελεστές.Και διότι η μείωση των φορολογικών συντελεστών δεν οδηγεί πάντα σε αύξηση των επενδύσεων. Αντίθετα περιορίζει τα δημόσια έσοδα, περιορίζει επομένως τις δυνατότητες ενός κράτους να κάνει δημόσιες υποδομές, επομένως από αυτή την άποψη μειώνονται και συνολικά οι επενδύσεις. Η απάντηση κι εδώ μπορεί και πρέπει να είναι όπως προτείνει η πλατφόρμα του ΚΕΑ να διεκδικήσουμε και να υπάρξουν κοινοί κατώτατοι φορολογικοί συντελεστές στα κέρδη του κεφαλαίου. Δηλαδή να μη μπορεί κάποια χώρα να μειώνει κάτω από ένα όριο τη φορολογία του κεφαλαίου.
Τέταρτο κοινό μέτωπο ενάντια στον επιτοκιακό ανταγωνισμό: είναι αυτό που έλεγα πριν και είναι ένα θέμα που συνδέεται με τα ευρωομόλογα, για αυτό θα πω και δυο λόγια παραπάνω ‘οπως άλλωστε μου ζητήθηκε από ορισμένους συντρόφους. Το πρόβλημα εδώ το περιέγραψα πριν: έχουμε κοινό νόμισμα αλλά δεν έχουμε κοινούς μηχανισμούς δανεισμού. Άρα δημιουργείται έδαφος για την παρέμβαση των αγορών, για την παρέμβαση της κερδοσκοπίας με την βοήθεια και των εταιριών αξιολόγησης πιστοληπτικής δυνατότητας κλπ και επομένως να επιτείνονται κρίσεις που υπάρχουν, ή και να δημιουργούνται κρίσεις. Στην περίπτωση των χρεών μπορεί να έχουμε κρίση μέσω της καλλιέργειας φημών, μέσω της δημιουργίας πανικού μέσω της δημιουργίας ανεξέλεγκτων καταστάσεων. Η απάντηση λοιπόν στο πρόβλημα αυτό, θα ήταν η δημιουργία ενός μηχανισμού κοινού δανεισμού, τουλάχιστον για ένα μέρος του χρέους.Τέτοιο ρόλο θα μπορούσε να παίξει το ευρωομόλογο. Λέω θα μπορούσε, γιατί γίνεται πολύς λόγος για το ευρωομόλογο αλλά 1ον καθένας λέει το δικό του, και 2ον ειδικά σε επίπεδο πολιτικό δεν διευκρινίζεται τι ακριβώς εννοεί. Εάν υποθέσουμε ότι καταλήγει όλη αυτή η συζήτηση στο να υπάρξει ένας μηχανισμός που θα εκδίδει ένα ομόλογο που θα αφορά ολόκληρη την ευρωζώνη, ο δανεισμός δλδ θα γίνεται στο όνομα όλης της ευρωζώνης με ένα επιτόκιο και μέσα από κάποιους κανόνες –αναπόφευκτο είναι αυτό- θα καλύπτονται μ άυτόν τον τρόπο τα χρέη μέχρι ένα ποσοστό, ας πούμε 60% έχει προτείνει ένας Έλληνας καθηγητής , ο κύριος Βαρουφάκης, 40% πρότεινε ο Ιταλός υπουργός Τρεμόντι. Πάντως ένα σχετικά ικανό ποσοστό του εθνικού χρέους, αυτό θα μπορούσε να έχει μια θετική συμβολή πολύ περισσότερο βεβαίως αν εντασσόταν σε ένα ευρύτερο πλαίσιο όπου θα συμπληρωνόταν και με μέτρα όπως το να αλλάξει ο ρόλος της ΕΚΤ και να μπορεί να χρηματοδοτεί αναπτυξιακές πολιτικές όπως είναι το ταμείο στο οποίο αναφέρθηκε πριν ο Πάνος, να υπάρξει έλεγχος των εταιρι’ων αξιολόγησης και μάλιστα να δημιουργηθεί μια δημόσια ευρωπαϊκή εταιρία αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας των διαφόρων χωρών, να υπάρξει ισχυρός προϋπολογισμός ουτως ώστε να μπορεί να ασκεί αναδιανεμητική πολιτική, αν το ευρωομόλογο συνοδευτεί από μέτρα σαν αυτά που αναφέραμε θα μπορούσε να παίξει ένα θετικό ρόλο. Αν δεν συνοδευτεί από τέτοια μέτρα, τότε ενδεχομένως να θεσμοθετηθεί αλλά να μην έχει κάποιο ουσιαστικό αποτέλεσμα.
Επίσης πρέπει να πούμε ότι το ευρωομόλογο δεν απαντάει στο δικό μας ειδικό πρόβλημα που αφορά το συσσωρευμένο χρέος.Τι κάνουμε με το χρέος που έχει ήδη συσσωρευτεί, όχι το μελλοντικό. Εδώ λοιπόν είμαστε οπωσδήποτε σε μια συζήτηση και με τις άλλες δυνάμεις της αριστεράς, που πρέπει να πω ότι αρχικά δεν είχαν συνειδητοποιήσει την διάσταση του προβλήματος και τώρα το συνειδητοποιούν και ακριβώς εδώ νομίζω ότι η κατεύθυνση πρέπει να είναι η διαμόρφωση μιας όσο γίνεται διεθνοποιημένη πανευρωπαϊκή διαδικασία αναδιαπραγμάτευσης του χρέους με τελικό στόχο βεβαίως να μειωθεί το βάρος της εξυπηρέτησής του ούτως ώστε να μην πνίγει το βάρος αυτό τις αναπτυξιακές δυνατότητες και τις ανάγκες της χώρας μας. Τελειώνω εδώ: η κρίση αυτή–ως τελική παρατήρηση- δημιουργεί την ανάγκη για μια μεγάλη Αριστερά. Και στη χώρα μας, και στην Ευρώπη και διεθνώς. Είναι η προϋπόθεση για να μπορούμε να μιλάμε για μια αριστερή διέξοδο από την κρίση. Χωρίς Αριστερά, ποιός να μπορέσει να επιβάλει μια τέτοια πολιτική; Γνωρίζω και γνωρίζουμε ότι απέχουμε απ’αυτόν τον στόχο, και μάλιστα μπορεί κανείς να πει ότι γίνονται και βήματα προς τα πίσω μερικές φορές ειδικά στη χώρα μας. Πιστεύω όμως στη δύναμη των γεγονότων. Τα γεγονότα έλεγε ο Λένιν είναι πεισματάρικα, επομένως θεωρώ ότι πρέπει να έχουμε το στόχο για μια μεγάλη αριστερά, πρέπει να ενισχύουμε διαδικασίες, λογικές, επιχειρήματα, συμπεριφορές, κουλτούρες αντιδιχαστικές, και πρέπει να ενεργήσουμε όλοι μας και πριν απ’όλα το κόμμα στο οποίο ανήκουμε, ο ΣΥΝ,να λειτουργήσει όσο γίνεται συσπειρωτικά και ενωτικά, να υπερβούμε τις υπάρχουσες καταστάσεις,και να ανοίξει ο δρόμος ακριβώς για μια ευρύτερη συμπαράταξη των δυνάμεων της Αριστεράς γιατί αυτό πια είναι ζωτική κοινωνική ανάγκη.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου